ειρηνικός

ειρηνικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που υπάρχει ή συμβαίνει σε καιρό ειρήνης: Έργα ειρηνικά.
2. που συντελεί στην ειρήνη, ειρηνευτικός, συμφιλιωτικός: Ειρηνικές προσπάθειες του ΟΗΕ.
3. που αγαπάει την ειρήνη, φιλειρηνικός, φιλήσυχος: Ειρηνικός λαός. – Ειρηνικός άνθρωπος.
4. που γίνεται χωρίς κήρυξη του πολέμου: Γίνονται προσπάθειες για ειρηνική επίλυση των αραβοϊσραηλινών διαφορών.
5. το αρσ. ως κύρ. όν., Ειρηνικός (ενν. ωκεανός), ο πιο μεγάλος ωκεανός της Γης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εἰρηνικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρηνικός — ή, ό (AM εἰρηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη («ειρηνική περίοδος», «ειρηνικός βίος», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν») 2. όποιος συντελεί στην ειρήνη ή στην ειρήνευση («ειρηνικές προσπάθειες») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός, Βασίλειος — (13ος αι.). Ποιητής. Τα ποιήματά του αναφέρονται στους αρραβώνες του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη με την Άννα, κόρη του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’, και θυμίζουν δημοτικά γαμήλια τραγούδια …   Dictionary of Greek

  • Έντγκαρ ο Ειρηνικός — (EdgarEadgar, 944 – 975). Αγγλοσάξονας βασιλιάς. Ήταν ο νεότερος γιος του Εδμόνδου του Μεγαλοπρεπούς. Ανήλθε στον θρόνο με την υποστήριξη των ευγενών που ήταν δυσαρεστημένοι από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Έ. αναμόρφωσε τον κλήρο, αναδιοργάνωσε… …   Dictionary of Greek

  • εἰρηνικά — εἰρηνικός of neut nom/voc/acc pl εἰρηνικά̱ , εἰρηνικός of fem nom/voc/acc dual εἰρηνικά̱ , εἰρηνικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνικώτερον — εἰρηνικός of adverbial comp εἰρηνικός of masc acc comp sg εἰρηνικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνικῶν — εἰρηνικός of fem gen pl εἰρηνικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνικόν — εἰρηνικός of masc acc sg εἰρηνικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνικώτατα — εἰρηνικός of adverbial superl εἰρηνικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”